- μετριοποσία
- μετριο-ποσία, ἡ, Mäßigkeit im Trinken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μετριοποσία — μετριοποσία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «μετριότης ἐν τῷ πίνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετριοπότης (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι )] … Dictionary of Greek